- διάταξη
- Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία.
(Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν. Θεωρούμε όλα τα υποσύνολα του Α, το καθένα από τα οποία έχει μ στοιχεία, και για καθένα από αυτά τα υποσύνολα του Α θεωρούμε όλες τις μεταθέσεις των στοιχείων του. Καθεμία από αυτές τις μεταθέσεις ονομάζεται δ. των στοιχείων ανά μ. Το πλήθος όλων των δ. των ν ανά μ συμβολίζεται με: Δν, μ είτε και αποδεικνύεται ότι είναι
(1): = ν(ν-1) (ν-2) ... (ν-μ + 1)
Π.χ. αν Α = {α, β, γ}, τότε όλες οι δ. των α, β, γ ανά δύο είναι: αβ, βα, βγ, γβ, γα, αγ, δηλαδή 6 (= 3 · (3 - 1) (3 - 2)).
Ειδικά, αν μ = ν, είναι = v (v - 1) ... 3 · 2 · 1 = ν.
Αν μ = 0, ορίζεται: = 1 και = 1 (μ = 0, 1).
Οι προηγούμενες δ. ονομάζονται, συνήθως, απλές δ., σε αντιδιαστολή με τις επαναληπτικές. Η επαναληπτική δ. ορίζεται όπως και η απλή, με την παρατήρηση ότι οι μεταθέσεις σε καθένα από τα υποσύνολα του συνόλου Α νοούνται επαναληπτικές.
(Μετεωρ.) Η δ. αναφέρεται στη στρωμάτωση της θερμοκρασίας του αέρα, που καθορίζει τις συνθήκες της ατμοσφαιρικής ισορροπίας.
(Νομ.) Η δ. αναφέρεται σε τμήμα κειμένου νόμου που αφορά ορισμένο θέμα και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα.
* * *η (AM διάταξις) [διατάσσω]1. τακτοποίηση, διευθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση2. διάταγμα πολιτικής ή εκκλησιαστικής αρχής3. κατάταξη τών μερών τού γραπτού λόγουνεοελλ.1. περίοδος τού ισχύοντος Συντάγματος, νόμου, κανονισμού κ.λπ. που αφορά σε ορισμένο θέμα («θεμελιώδεις διατάξεις τού Συντάγματος»)2. «ημερήσια διάταξη» — πίνακας τών θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν στη συνεδρίαση Βουλής, σωματείου ή άλλου συλλογικού οργάνου3. το έγγραφο που περιέχει την ημερήσια διάταξηαρχ.-μσν.1. διαταγή, προσταγή, εντολή, παραγγελία («τῆ διατάξει σου διαμένει ἡμέρᾳ», ΠΔ)2. διαθήκηαρχ.συμφωνία, συνθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.